- μεταναιέτης
- μεταναιέτης, ὁ (Α)αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῑδας δ' ἤματα πάντα ἑοῡ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης].
Dictionary of Greek. 2013.